- πτυάς
- πτυάςspitterfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτυάς — άδος, ἡ, Α δηλητηριώδες φίδι που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το δηλητήριο εναντίον τού στόχου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτύω + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ισχ άς, μαιν άς)] … Dictionary of Greek
πτυάδες — πτυάς spitter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυάδος — πτυάς spitter fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek